- αἱμάλωψ
- αἱμάλωψ, ωπος, ὁ,A mass of blood: bloodshot place, Hp.Coac.542, Nat.Puer.13, POxy.1088i3 (i A. D.); blood-clot, Aret.SA2.9.II as Adj., looking like clotted blood,
χυμός Id.SD2.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χυμός Id.SD2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιμάλωψ — αἱμάλωψ, ωπος, ο (Α) 1. μάζα πηγμένου αίματος 2. μέρος τού σώματος όπου έχει μαζευτεί πηγμένο αίμα 3. θρόμβος, θρόμβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + λωψ αν το αβέβαιης ετυμολογίας β΄ συνθ. λωψ συνδέεται προς τα λέπω* λώπη*, λῶπος* κ.τ.ό. τότε σχετίζεται … Dictionary of Greek
αιμαλωπιάω — αἱμαλωπιάω (Α) [αἱμάλωψ] πάσχω από αιμάλωπα, θρόμβωση αίματος … Dictionary of Greek
νυκτάλωψ — νυκτάλωψ, ωπος, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα 3. αυτός που δεν βλέπει ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα 4. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
συνκρέω — ΜΑ 1. ρέω συγχρόνως («καὶ αἱμάλωψ κοτὲ τῷ πύῳ συνεκρέει», Αρετ.) 2. μτφ. εξαφανίζομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκρέω «χύνομαι έξω, λειώνω, αφανίζομαι»] … Dictionary of Greek
ύδρωπας — ο / ὕδρωψ, ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική… … Dictionary of Greek